Οι περισσότεροι άρρωστοι με υπερπαραθυρεοειδισμό παραπονούνται για συμπτώματα, τα οποία μπορεί να είναι πολύ ήπια (μόλις αισθητά) ή πολύ σοβαρά.
Τα συνηθέστερα από αυτά είναι:
- Αίσθημα μόνιμης κούρασης και αδυναμίας.
Είναι το συνηθέστερο παράπονο των αρρώστων. Άλλες φορές «δεν αισθάνονται γενικώς καλά», χωρίς όμως να μπορούν να εξηγήσουν τι ακριβώς αισθάνονται. - Πόνοι στα οστά και στις αρθρώσεις.
Όλοι οι άρρωστοι με υπερπαραθυρεοειδισμό, ανεξαρτήτως ηλικίας, θα αναπτύξουν οστεοπόρωση ή οστεοπενία εάν δεν αφαιρεθούν οι διογκωμένοι παθολογικοί παραθυρεοειδείς αδένες, δεδομένου ότι τα ψηλά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα προέρχονται κυρίως από απώλεια ασβεστίου από τα οστά. Μια μέτρηση της οστικής πυκνότητας θα δείξει τη ζημιά, η οποία έχει προκληθεί. - Κατάθλιψη.
Οι μισοί περίπου άρρωστοι με υπερπαραθυρεοειδισμό παίρνουν κάποιο αντικαταθλιπτικό φάρμακο τη στιγμή της διάγνωσης. Σχεδόν όλοι αυτοί οι άρρωστοι σταματούν το φάρμακο μετά την παραθυρεοειδεκτομή. - Διαταραχές της μνήμης.
Ο άρρωστος ξεχνάει πολύ εύκολα πράγματα που πάντα θυμόταν, γίνεται ευερέθιστος, δύστροπος και δεν κοιμάται καλά το βράδυ (διαταραχές στον ύπνο). - Υψηλή αρτηριακή πίεση.
Παρατηρείται σε περισσότερους από τους μισούς αρρώστους. - Νεφρολιθίαση.
Συμβαίνει στο 1/5 περίπου των αρρώστων. Αναπτύσσεται συνήθως σε νέους άνδρες (κάτω των 40), συχνότερα απ’ ό,τι στις γυναίκες. Συνήθως οφείλεται σε διόγκωση και υπερλειτουργία ενός μόνον παραθυρεοειδούς αδένα. Οι λίθοι στα νεφρά δημιουργούνται γιατί φιλτράρονται μεγάλες ποσότητες ασβεστίου καθημερινά στο νεφρό και αυτό μπορεί να προκαλέσει κατακράτηση ασβεστίου μέσα στα νεφρικά σωληνάρια και να σχηματισθούν πέτρες. - Κάψιμο στο στομάχι και πίσω από το στήθος, από παλινδρόμηση γαστρικών υγρών προς τον οισοφάγο, τα οποία είναι πολύ πλούσια σε υδροχλωρικό οξύ, εξαιτίας της υπερασβεστιαιμίας. Επίσης, μπορεί οι άρρωστοι να έχουν χάσει την όρεξη για φαγητό ή να αισθάνονται τάση για εμετό.
- Καρδιακά προβλήματα.
Σε ένα μικρό ποσοστό αρρώστων (3-6%) μπορεί να προκληθούν αρρυθμίες, ταχυκαρδία, προβλήματα στις βαλβίδες της καρδιάς, εναπόθεση ασβεστίου στο μυοκάρδιο ή στενώσεις των στεφανιαίων αγγείων. - Πονοκέφαλοι, πέσιμο των μαλλιών κεφαλής.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι ο αριθμός και η σοβαρότητα των συμπτωμάτων δεν έχει καμία σχέση με το πόσο ψηλό ή χαμηλό είναι το ασβέστιο στο αίμα. Μπορεί δηλαδή άρρωστοι με ήπια αυξημένο το ασβέστιο να έχουν περισσότερα και σοβαρότερα συμπτώματα απ’ ό,τι ένας άρρωστος με ψηλότερο ασβέστιο. Αυτό είναι πολύ σημαντικό να κατανοηθεί και από τον γιατρό και από τον άρρωστο, διότι πολλές φορές όταν το ασβέστιο είναι ήπια αυξημένο ο γιατρός συμβιβάζεται με την επιθυμία του αρρώστου να μην χειρουργηθεί και συνιστά απλή παρακολούθηση. Αυτή όμως η τακτική αντιμετώπισης του υπερπαραθυρεοειδισμού είναι απόλυτα λανθασμένη, δεδομένου ότι ο όγκος ή οι όγκοι των παραθυρεοειδών αδένων δεν εξαλείφονται με την αναμονή και με το «βλέποντας και κάνοντας».
Όλα τα συμπτώματα βελτιώνονται ή εξαλείφονται πλήρως λίγες μέρες ή μερικούς μήνες μετά από την εγχείρηση και ο άρρωστος αισθάνεται «άλλος άνθρωπος».
Μολονότι ένα μικρό ποσοστό αρρώστων με υπερπαραθυρεοειδισμό δεν παραπονιέται για κανένα σύμπτωμα, εντούτοις μετά την εγχείρηση και αφαίρεση όλων των παθολογικών παραθυρεοειδών αδένων σχεδόν όλοι οι άρρωστοι αναφέρουν ότι αισθάνονται πολύ καλύτερα (π.χ. κοιμούνται καλύτερα τη νύχτα, θυμούνται ευκολότερα κάποια πράγματα, είναι λιγότερο ευερέθιστοι ή δύστροποι και γενικώς «βρίσκουν τον παλιό εαυτό τους»).